- μουνολέων
- μονολέωνsolitarymasc nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονολέων — μονολέων, ιων. τ. μουνολέων, οντος, ὁ (Α) πολύ μεγάλο, μοναδικό στο είδος του λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + λέων] … Dictionary of Greek